- μοιραίος
- -α, -ο (Α μοιραῑος, -αία, -ον)αυτός που έχει οριστεί από τη μοίρα, προδιαγεγραμμένος, αναπόφευκτος, αναπότρεπτος («ήταν μοιραίο γεγονός η σύγκρουσή τους»)νεοελλ.1. αυτός που έχει καταδικαστεί από τη μοίρα, αυτός που φέρνει δυστυχία στον εαυτό του και στους άλλους, ολέθριος, καταστρεπτικός2. το ουδ. ως ουσ. το μοιραίοα) αναπόφευκτο κακό, η ειμαρμένηβ) ο θάνατος («επήλθε το μοιραίο»)αρχ.1. αυτός που ανήκει στη γεωγραφική μοίρα2. αυτός που ορίζει τη μοίρα, το πεπρωμένο τών θνητών («ἀλλ' ὦ μοιραῑοι θεοὶ καὶ μοιραγέται δαίμονες», Αλκίφρ.).επίρρ...μοιραίως και μοιραία (Α μοιραίως)1. κατά τις επιταγές της μοίρας, όπως ορίζει το πεπρωμένοαναπότρεπτα, αναπόφευκτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα-ιος< μοίρα + επίθημα -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.